- ὑπόζευξις
- ὑπόζευξιςa subjoiningfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὑποζεύξει — ὑπόζευξις a subjoining fem nom/voc/acc dual (attic epic) ὑποζεύξεϊ , ὑπόζευξις a subjoining fem dat sg (epic) ὑπόζευξις a subjoining fem dat sg (attic ionic) ὑποζεύγνυμι yoke under aor subj act 3rd sg (epic) ὑποζεύγνυμι yoke under fut ind mid 2nd … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπόζευξιν — ὑπόζευξις a subjoining fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπόζευξη — η / ὑποζεύξις, εως, ΝΑ [ὑποζευγνύω / ὑποζεύγνυμι] νεοελλ. (σχετικά με ζώα) η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού υποζευγνύω, το ζέψιμο αρχ. γραμμ. υποτελής ή εξαρτημένη σχέση, υπόταξη … Dictionary of Greek
ԵՆԹԱՁԳՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0659 Chronological Sequence: 6c գ. ὐπόζευξις subjectio, subjugatio Ի ներքոյ իրիք իբր լծոյ մտանելն եւ ձգելն. նուաճութիւն. *Զայլս (ի ձիոց) ի տուն աղօրեացն արգելլով՝ զենթաձգութեանն հարկանել ծառայական սպասաւորութիւն. Պիտ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ὑποζεύξῃ — ὑποζεύξηι , ὑπόζευξις a subjoining fem dat sg (epic) ὑποζεύγνυμι yoke under aor subj mid 2nd sg ὑποζεύγνυμι yoke under aor subj act 3rd sg ὑποζεύγνυμι yoke under fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)